νεομάλακτος

νεομάλακτος
νεο-μάλακτος [μᾰ], ον,
A fresh-kneaded, Sch.Theoc.4.34.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεομάλακτος — νεομάλακτος, ον (Α) αυτός που ζυμώθηκε πρόσφατα, ο φρεσκοζυμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + μαλακτος (< μαλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”